- επιτελίδα
- ηναυτ. πλοιάριο πολεμικού πλοίου που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά τών αξιωματικών (επιτελών) τού σκάφους.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτελής (πρβλ. ναύαρχος > ναυαρχίδα). Η λ. στον λόγιο τ. επιτελίς μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν ως απόδοση τού γαλλ. canotmajor στην Ελληνική].
Dictionary of Greek. 2013.